ξεβούλωμα

ξεβούλωμα
το, -ατος
το αποτέλεσμα του ξεβουλώνω, αφαίρεση βουλώματος, απόφραξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απέμφραξη — η η αφαίρεση εμφράγματος, το ξεβούλωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεστούπωμα — το, ατος αφαίρεση του βουλώματος, του στουπώματος, ξεβούλωμα, απόφραξη: Ο υπόνομος θέλει ξεστούπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”